μαβής

μαβής
koyu mavi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαβής — ιά, ί αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, βαθυκύανος, μενεξεδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mavi + κατάλ. ης επιθέτων που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βυσσιν ής, θαλασσ ής)] …   Dictionary of Greek

  • μαβής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα μοβ, ο μενεξεδής: Σου πηγαίνουν τα μαβιά ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”